τρυπογάζι

τρυπογάζι
το
ειδική βελονιά, είδος αζούρ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρυπογάζι — και διαλ. τ. τρουπογάζι, το, Ν είδος βελονιάς, αραιό, πρόχειρο γαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπα / τρούπα + γαζί] …   Dictionary of Greek

  • πατητός — ή, ό / πατητός, ή, όν, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. πατημένος, συμπιεσμένος, ζουληγμένος («πατητά σύκα») 2. το θηλ. ως ουσ. πατητή (ενν. βελονιά) τρόπος αραιάς ραφής, κατά τον οποίο η πλευρά ενός κομματιού υφάσματος τοποθετείται πάνω στην πλευρά άλλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”